- ηχοβολώ
- (α) αμετ. звучать, раздаваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηχοβολώ — άω παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, ηχολογώ, αντιβουίζω («κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αντι βολώ, πυρο βολώ] … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
ηχοποντώ — (ποιητ.τ.) εκπέμπω ήχους, ηχοβολώ, αντηχώ («ηχοποντεί στον άπειρο και καθαρόν αέρα», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + ποντώ < πόντος (πρβλ. κατα ποντώ)] … Dictionary of Greek